κλίνη
κλῑ/ν-η, ἡ , (κλίνω)
A). that on which one lies, couch, used at meals or for a bed, ἐν κλίνῃ κλῖναί τινας , cf. 9.16 Ach. 1090 ; κλίνην στρῶσαι to make up a couch, , 6.139 Cyr. 8.2.6 , IG 22.1315 ; ἐπὶ κλίνης φερόμενος , cf. 1.61 SIG 1169.31 (Epid.); ἐκ κλίνης ἀνίστασθαι, after illness, ; 1.64 κ. μιλησιουργὴς ἀμφικέφαλος IG 12.330 ; κ. ἐπίχρυσοι καὶ ἐπάργυροι , 1.50 9.80 ; κ. ἐλεφαντόποδες . 208
3). grave-niche, ib. 14.788 (Naples), 871 (Cumae).
II). ἱερὰ κ., = Lat.lectisternium, (i/ii A.D.), cf. 1144.6 PGnom. 202 (ii A.D.); κ. τοῦ κυρίου Σαράπιδος, of a ceremonial banquet, (ii A.D.). 110.2
2). generally, banquet, PSI 5.483.2 (pl., iii B.C.).