Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κλιμακίδιον
κλιμακίζω
κλιμάκιον
κλιμακίς
κλιμακισμός
κλιμακόδεσις
κλιμακοειδής
κλιμακόεις
κλιμακοφόρος
κλιμακτήρ
κλιμακτηρίζω
κλιμακτηρικός
κλιμακώδης
κλιμακωτός
κλῖμαξ
κλιματάρχης
κλιματίας
κλιματικός
κλινάριον
κλινάρχης
κλίνειος
View word page
κλιμακτηρίζω
κλῑμακ-τηρίζω,
A). mark a critical period, Vett. Val. 233.35 .


ShortDef

mark a critical period

Debugging

Headword:
κλιμακτηρίζω
Headword (normalized):
κλιμακτηρίζω
Headword (normalized/stripped):
κλιμακτηριζω
IDX:
57921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57922
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κλῑμακ-τηρίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mark a critical period</span>, Vett. Val.<span class="bibl"> 233.35 </span>.</div> </div><br><br>'}