Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κληματίζω
κληματικός
κλημάτινος
κληματίς
κληματῖτις
κληματόδεσις
κληματοειδής
κληματόεις
κληματόομαι
κληματώδης
κλήνιος
κληρικός
κληρίον
κληροδοσία
κληροδοτέω
κληρονομέω
κληρονόμημα
κληρονομία
κληρονομιαῖος
κληρονομικός
κληρόνομος
View word page
κλήνιος
κλήνιος· ἔνδοξος, Hsch. κληπικοί· ἰσχνοί, καὶ ἄσιτοι, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κλήνιος
Headword (normalized):
κλήνιος
Headword (normalized/stripped):
κληνιος
IDX:
57865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57866
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κλήνιος·</span> <span class="foreign greek">ἔνδοξος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">κληπικοί·</span> <span class="foreign greek">ἰσχνοί, καὶ ἄσιτοι</span>, Id.</div><br><br>'}