Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κλείδωμα
κλεΐζω
κλειθρία
κλειθρίον
κλειθριώδης
κλεῖθρον
κλειθροποιός
κλείματα
κλεινία
κλεινός
κλεΐξαι
κλείπους
κλείς
κλεισία
κλεισιάδες
κλεισίον
κλεῖσις
κλεῖσμα
κλεισμός
κλεισούρα
κλειστός
View word page
κλεΐξαι
κλεΐξαι, Dor. aor. 1 inf. Act. of κλεΐζω, κλῄζω (A) (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κλεΐξαι
Headword (normalized):
κλεΐξαι
Headword (normalized/stripped):
κλειξαι
IDX:
57765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57766
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κλεΐξαι</span>, Dor. aor. 1 inf. Act. of <span class="foreign greek">κλεΐζω, κλῄζω</span> (A) (q.v.).</div><br><br>'}