Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κλαυθμηρός
κλαυθμονή
κλαυθμός
κλαυθμυρίζω
κλαυθμυρίς
κλαυθμυρισμός
κλαυθμώδης
κλαυθμών
κλαυκίθων
κλαῦμα
κλαυμονή
κλαυμυρίζομαι
κλαυσείω
κλαυσιάω
κλαυσίγελως
κλαυσίμαχος
κλαύσιμος
κλαῦσις
κλαῦσμα
κλαυστήρ
κλαυστικός
View word page
κλαυμονή
κλαυμονή,
A). v. κλαυθμονή .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κλαυμονή
Headword (normalized):
κλαυμονή
Headword (normalized/stripped):
κλαυμονη
IDX:
57725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57726
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κλαυμονή</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κλαυθμονή</span> .</div> </div><br><br>'}