Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κλαστόθριξ
κλαστός
κλαυθμηρός
κλαυθμονή
κλαυθμός
κλαυθμυρίζω
κλαυθμυρίς
κλαυθμυρισμός
κλαυθμώδης
κλαυθμών
κλαυκίθων
κλαῦμα
κλαυμονή
κλαυμυρίζομαι
κλαυσείω
κλαυσιάω
κλαυσίγελως
κλαυσίμαχος
κλαύσιμος
κλαῦσις
κλαῦσμα
View word page
κλαυκίθων
κλαυκίθων· λαμπρυνόμενος τὰς ὄψεις, Hsch. (i.e. γλαυκιόων).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κλαυκίθων
Headword (normalized):
κλαυκίθων
Headword (normalized/stripped):
κλαυκιθων
IDX:
57723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57724
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κλαυκίθων·</span> <span class="foreign greek">λαμπρυνόμενος τὰς ὄψεις</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (i.e. <span class="foreign greek">γλαυκιόων</span>).</div><br><br>'}