Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κλαδεών
κλαδηφορέω
κλαδηφόρος
κλαδί
κλάδινος
κλάδιον
κλαδίσκος
κλαδοειδής
κλάδος
κλαδοτομέω
κλαδοτομία
κλαδοῦχος
κλαδώδης
κλαδών
κλάζω
κλᾷθρον
κλαίω
κλαιωμιλία
κλᾳκοφόρος
κλᾳκτός
κλᾶμα
View word page
κλαδοτομία
κλᾰδοτομ-ία, , ibid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κλαδοτομία
Headword (normalized):
κλαδοτομία
Headword (normalized/stripped):
κλαδοτομια
IDX:
57673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57674
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κλᾰδοτομ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, ibid.</div><br><br>'}