Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κλαγγαίνω
κλαγγάνω
κλαγγέω
κλαγγή
κλαγγηδόν
κλάγ[γ]ος
κλαγγώδης
κλαγερός
κλαγκτός
κλάδα
κλαδαρόμ<μ>ατοι
κλαδαρόρυγχος
κλαδαρός
κλαδάσσομαι
κλαδάω
κλαδεία
κλαδεύματα
κλάδευσις
κλαδευτέον
κλαδευτήριον
κλαδευτής
View word page
κλαδαρόμ<μ>ατοι
κλᾰδᾰρόμ<μ>ᾰτοι· εὔσειστοι τὰ ὄμματα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κλαδαρόμ<μ>ατοι
Headword (normalized):
κλαδαρόμ<μ>ατοι
Headword (normalized/stripped):
κλαδαρομ<μ>ατοι
IDX:
57651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57652
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κλᾰδᾰρόμ&lt;μ&gt;ᾰτοι·</span> <span class="foreign greek">εὔσειστοι τὰ ὄμματα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}