κίττα
κίττα, κιττᾰβίζω, κιττάω, κίττησις, Att. for κισς-. κιττάλης,
A). v. κιξάλλης . κιττάναλον· ἡ κρησέρα (κρήσερα cod.), ; cf. gen. pl. κιθαναλλων dub. sens. in PSI 5.485.2 ; χιταναλλων ib. 19 (iii B.C.). κίτταρις, v. κίδαρις . κίτταρος, ὁ, wearer of κίδαρις ( ), κιττός, κιττοφόρος, κίττωσις, etc., Att. for κισς-.