Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κισσών
κίσσωσις
κισσωτός
κισταφορέω
κισταφόρος
κίστη
Κίστιβερ
κιστίδιον
κιστίς
κιστοειδής
κίστος
κιστοφόρος
κίταρις
κιτρᾶτον
κιτρέα
κιτρινοειδής
κίτρινος
κιτριοειδής
κίτριον
κιτρόμηλον
κίτρον
View word page
κίστος
κίστος, ,
A). v. κίσθος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κίστος
Headword (normalized):
κίστος
Headword (normalized/stripped):
κιστος
IDX:
57607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57608
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κίστος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κίσθος</span> .</div> </div><br><br>'}