Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κισσώδης
κισσών
κίσσωσις
κισσωτός
κισταφορέω
κισταφόρος
κίστη
Κίστιβερ
κιστίδιον
κιστίς
κιστοειδής
κίστος
κιστοφόρος
κίταρις
κιτρᾶτον
κιτρέα
κιτρινοειδής
κίτρινος
κιτριοειδής
κίτριον
κιτρόμηλον
View word page
κιστοειδής
κιστοειδής, ές,
A). shaped like a chest, Hsch. s.v. ὀγκίον .


ShortDef

shaped like a chest

Debugging

Headword:
κιστοειδής
Headword (normalized):
κιστοειδής
Headword (normalized/stripped):
κιστοειδης
IDX:
57606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57607
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κιστοειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">shaped like a chest</span>, Hsch. s.v. <span class="ref greek">ὀγκίον</span> .</div> </div><br><br>'}