Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κίσσαρος
κισσάω
κισσεοχαίτης
κισσεύς
κισσήεις
κισσηρεφής
κισσήρης
κισσηρίζω
κίσσησις
κισσητός
κισσηφερής
κίσσινος
κισσίον
Κίσσιος
κισσόβρυος
κισσοδέτας
κισσόδετος
κισσοειδής
κισσοκόμης
κισσοκόρυμβος
κισσόπλεκτος
View word page
κισσηφερής
κισσηφερής,
A). v. κισσηρεφής .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κισσηφερής
Headword (normalized):
κισσηφερής
Headword (normalized/stripped):
κισσηφερης
IDX:
57570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57571
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κισσηφερής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κισσηρεφής</span> .</div> </div><br><br>'}