Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κίσσᾰ
κισσαβίζω
κισσάμπελος
κίσσαρος
κισσάω
κισσεοχαίτης
κισσεύς
κισσήεις
κισσηρεφής
κισσήρης
κισσηρίζω
κίσσησις
κισσητός
κισσηφερής
κίσσινος
κισσίον
Κίσσιος
κισσόβρυος
κισσοδέτας
κισσόδετος
κισσοειδής
View word page
κισσηρίζω
κισσηρίζω
,
κίσσηρις
,
κισσηροειδής
,
κισσηρόω
, incorrect forms for
κισηρ
-.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κισσηρίζω
Headword (normalized):
κισσηρίζω
Headword (normalized/stripped):
κισσηριζω
IDX:
57567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57568
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κισσηρίζω</span>, <span class="orth greek">κίσσηρις</span>, <span class="orth greek">κισσηροειδής</span>, <span class="orth greek">κισσηρόω</span>, incorrect forms for <span class="itype greek">κισηρ</span>-.</div><br><br>'}