Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κιρσοτομέω
κιρσοτομία
κιρσουλκέω
κιρσουλκία
κιρσουλκός
κιρσόω
κιρσώδης
κίρσωσις
κίρτος
κίς
κις
κισηρίζω
κισήριον
ις
κισηροειδής
κισηρόομαι
κισηρώδης
κίσθος
κίσιρνις
κίσσᾰ
κισσαβίζω
View word page
κις
κις, Thess., = τις (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κις
Headword (normalized):
κις
Headword (normalized/stripped):
κις
IDX:
57548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57549
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κις</span>, Thess., = <span class="itype greek">τις</span> (q.v.).</div><br><br>'}