κιρνάω
κιρνάω and κῑονό-ημι, collat., esp. poet., forms of κεράννυμι, only pres. and impf.:—
A). mix wine with water, only in , μελίφρονα οἶνον ἐκίρνα (impf. of κιρνάω) 7.182 , 10.356 ; κίρνη μελιηδέα οἶνον (impf. of κίρνημι) 14.78 , 16.52 ; κιρνὰς αἴθοπα οἶνον (part.) 16.14 ; κιρνᾷ ( v.l. κίρναται ) κρητῆρα οἴνου ; 4.66 κρατῆρα μελέων κίρναμεν I. 6(5).3 ; κόμπον κιρνάμεν to mix the cup of praise ib. 5(4).25 : inf. κιρνάναι Mul. 2.113 ; part., κιρνάντες πόλιν Fr. 683 ; Aeol. κίρναις (ἐγ-) codd. (fort. 34 κέρναις) ; κιρνῶντες : impf., 8.4.9 ἐκίρνη φάρμακον Mith. 111 :— Med., ἴσον ἴσῳ κίρνασθαι ; 10.426b κιρνᾶται , 11.476a Pron. 74.7 , κίρναται Com.Adesp. 373 ; χθὼν δὲ πᾶσα καὶ θάλασσα κίρναται τεὰν χάριν IG 42(1).130.23 (Epid.); part. κιρνάμενος N. 3.78 : impf. ἐκίρνατο (ἐν-) Com.Adesp. 1203 :— Pass., ποτὶ μῶμον ἔπαινος κίρναται Fr. 181 ; κρητῆρες κιρνέαται SIG 57.11 (Miletus, v B.C.); ἡ φύσις καὶ τὰ κιρνάμενα ταύτῃ Ir. p.59 W.
4). τὸ χρύσιον κέρναν ( Aeol.) ὐδαρέστερον alloy it, IG 12(2).1.13 (Mytil., iv B.C.):—cf. ἀνα-, ἐγ-, ἐπι-, συγ-κίρνημι.