Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κιονίς
κιονίσκος
κιονοειδής
κιονόκρανον
κιονοφορέω
κιονοφορία
κίουρος
κιππαρός
κίραφος
κιρκαία
κίρκασμα
κίρκη
Κίρκη
κιρκήλατος
κιρκήσια
κιρκίας
κιρκίον
κίρκιος
κίρκος
κιρκόω
κιρνάω
View word page
κίρκασμα
κίρκασμα· τοὺς βότρυας, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κίρκασμα
Headword (normalized):
κίρκασμα
Headword (normalized/stripped):
κιρκασμα
IDX:
57516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57517
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κίρκασμα·</span> <span class="foreign greek">τοὺς βότρυας</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}