Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κινναβάρινος
κινναβάριον
κίνναβος
κινναμολόγος
κίνναμον
κινναμωμίζω
κινναμώμινος
κινναμωμίς
κιννάμωμον
κινναμωμοφόρος
κιννυρίδες
κινούρης
κίνυγμα
κίνυμαι
κινύρα
κινυρίζω
κινύρομαι
κινυρός
κινύσσομαι
κινύτιδος
κινώθαλον
View word page
κιννυρίδες
κιννυρίδες· τὰ μικρὰ ὀρνιθάρια, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κιννυρίδες
Headword (normalized):
κιννυρίδες
Headword (normalized/stripped):
κιννυριδες
IDX:
57486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57487
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κιννυρίδες·</span> <span class="foreign greek">τὰ μικρὰ ὀρνιθάρια</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}