Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κινδυνευτικός
κινδυνεύω
κίνδυνος
κινδυνώδης
κίνερμοι
κινέω
κινηθμός
κίνηθρον
κίνημα
κινησίγαιος
κινησίπολος
κίνησις
κινησιφόρος
κινησίφυλλος
κινησίχθων
κινητέος
κινητήρ
κινητήριος
κινητής
κινητικός
κινητός
View word page
κινησίπολος
κῑνησί-πολος, ον,
A). heaven-shaking, PMag.Par. 1.1372 .


ShortDef

heaven-shaking

Debugging

Headword:
κινησίπολος
Headword (normalized):
κινησίπολος
Headword (normalized/stripped):
κινησιπολος
IDX:
57461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57462
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῑνησί-πολος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">heaven-shaking,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMag.Par.</span> 1.1372 </span>.</div> </div><br><br>'}