Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κινδυνευτής
κινδυνευτικός
κινδυνεύω
κίνδυνος
κινδυνώδης
κίνερμοι
κινέω
κινηθμός
κίνηθρον
κίνημα
κινησίγαιος
κινησίπολος
κίνησις
κινησιφόρος
κινησίφυλλος
κινησίχθων
κινητέος
κινητήρ
κινητήριος
κινητής
κινητικός
View word page
κινησίγαιος
κῑνησί-γαιος [σῐ],,
A). gloss on ἐννοσίγαιος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κινησίγαιος
Headword (normalized):
κινησίγαιος
Headword (normalized/stripped):
κινησιγαιος
IDX:
57460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57461
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῑνησί-γαιος</span> [<span class="foreign greek">σῐ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἐννοσίγαιος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}