Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κίνδαλος
κίνδος
κίνδυν
κινδύνευμα
κινδυνευτέον
κινδυνευτής
κινδυνευτικός
κινδυνεύω
κίνδυνος
κινδυνώδης
κίνερμοι
κινέω
κινηθμός
κίνηθρον
κίνημα
κινησίγαιος
κινησίπολος
κίνησις
κινησιφόρος
κινησίφυλλος
κινησίχθων
View word page
κίνερμοι
κίνερμοι· οἱ μικροὶ ἰχθύες, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κίνερμοι
Headword (normalized):
κίνερμοι
Headword (normalized/stripped):
κινερμοι
IDX:
57455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57456
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κίνερμοι·</span> <span class="foreign greek">οἱ μικροὶ ἰχθύες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}