Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κιναιδῶς
κινάκης
κίναμον
κινάρα
κιναρεών
κιναρηφάγος
κιναρύζεσθαι
κιναχύρα
κίνδαλος
κίνδος
κίνδυν
κινδύνευμα
κινδυνευτέον
κινδυνευτής
κινδυνευτικός
κινδυνεύω
κίνδυνος
κινδυνώδης
κίνερμοι
κινέω
κινηθμός
View word page
κίνδυν
κίνδυν, ῡνος, ,
A). v. κίνδυνος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κίνδυν
Headword (normalized):
κίνδυν
Headword (normalized/stripped):
κινδυν
IDX:
57447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57448
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κίνδυν</span>, <span class="itype greek">ῡνος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κίνδυνος</span> .</div> </div><br><br>'}