Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κιναιδολογία
κιναιδολόγος
κίναιδος
κιναιδώδης
κιναιδῶς
κινάκης
κίναμον
κινάρα
κιναρεών
κιναρηφάγος
κιναρύζεσθαι
κιναχύρα
κίνδαλος
κίνδος
κίνδυν
κινδύνευμα
κινδυνευτέον
κινδυνευτής
κινδυνευτικός
κινδυνεύω
κίνδυνος
View word page
κιναρύζεσθαι
κιναρύζεσθαι· τὸ θρηνεῖν μετὰ τοῦ γογγύζειν, καὶ κινεῖσθαι, Hsch. κίναρχος· ἄψυχος, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κιναρύζεσθαι
Headword (normalized):
κιναρύζεσθαι
Headword (normalized/stripped):
κιναρυζεσθαι
IDX:
57443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57444
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κιναρύζεσθαι·</span> <span class="foreign greek">τὸ θρηνεῖν μετὰ τοῦ γογγύζειν, καὶ κινεῖσθαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">κίναρχος·</span> <span class="foreign greek">ἄψυχος</span>, Id.</div><br><br>'}