Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κιναιδίας
κιναιδίζω
κιναίδιον
κιναίδισμα
κιναιδογράφος
κιναιδολογέω
κιναιδολογία
κιναιδολόγος
κίναιδος
κιναιδώδης
κιναιδῶς
κινάκης
κίναμον
κινάρα
κιναρεών
κιναρηφάγος
κιναρύζεσθαι
κιναχύρα
κίνδαλος
κίνδος
κίνδυν
View word page
κιναιδῶς
κιναιδ-ῶς,
A). v. κιάντωρ .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κιναιδῶς
Headword (normalized):
κιναιδῶς
Headword (normalized/stripped):
κιναιδως
IDX:
57437
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57438
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κιναιδ-ῶς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κιάντωρ</span> .</div> </div><br><br>'}