Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κίμβιξ
κίμερος
κιμμερικόν
Κιμμέριοι
κίμπτω
Κίμωλος
Κιμώνιος
κινάβευμα
κινάβρα
κιναβράω
κιναβρεύεσθαι
κιναβρεύματα
κινάδιον
κίναδος
κίναδρα
κιναθίας
κιναθίζειν
κιναθισμός
κιναιδεία
κιναιδεύομαι
κιναιδία
View word page
κιναβρεύεσθαι
κῐναβρ-εύεσθαι· σκευωρεῖσθαι, Phot.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κιναβρεύεσθαι
Headword (normalized):
κιναβρεύεσθαι
Headword (normalized/stripped):
κιναβρευεσθαι
IDX:
57416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57417
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κῐναβρ-εύεσθαι·</span> <span class="foreign greek">σκευωρεῖσθαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div><br><br>'}