Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κίλλιξ
κιλλοβόροι
κίλλος
κιλλός
κίλλουρος
κιμαί
κιμβάζει
κιμβεία
κιμβεύει
κίμβιξ
κίμερος
κιμμερικόν
Κιμμέριοι
κίμπτω
Κίμωλος
Κιμώνιος
κινάβευμα
κινάβρα
κιναβράω
κιναβρεύεσθαι
κιναβρεύματα
View word page
κίμερος
κίμερος· νοῦς (Phryg.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κίμερος
Headword (normalized):
κίμερος
Headword (normalized/stripped):
κιμερος
IDX:
57407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57408
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κίμερος·</span> <span class="foreign greek">νοῦς</span> (Phryg.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}