Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κιλλίβας
Κιλλικύριοι
κίλλιξ
κιλλοβόροι
κίλλος
κιλλός
κίλλουρος
κιμαί
κιμβάζει
κιμβεία
κιμβεύει
κίμβιξ
κίμερος
κιμμερικόν
Κιμμέριοι
κίμπτω
Κίμωλος
Κιμώνιος
κινάβευμα
κινάβρα
κιναβράω
View word page
κιμβεύει
κιμβ-εύει· ὁδοιπορεῖ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κιμβεύει
Headword (normalized):
κιμβεύει
Headword (normalized/stripped):
κιμβευει
IDX:
57405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57406
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κιμβ-εύει·</span> <span class="foreign greek">ὁδοιπορεῖ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}