Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κιλλακτήρ
κιλλαμαρύζειν
κιλλίβας
Κιλλικύριοι
κίλλιξ
κιλλοβόροι
κίλλος
κιλλός
κίλλουρος
κιμαί
κιμβάζει
κιμβεία
κιμβεύει
κίμβιξ
κίμερος
κιμμερικόν
Κιμμέριοι
κίμπτω
Κίμωλος
Κιμώνιος
κινάβευμα
View word page
κιμβάζει
κιμβ-άζει· στραγγεύεται, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κιμβάζει
Headword (normalized):
κιμβάζει
Headword (normalized/stripped):
κιμβαζει
IDX:
57403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57404
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κιμβ-άζει·</span> <span class="foreign greek">στραγγεύεται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}