Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κίλλαι
κιλλακτήρ
κιλλαμαρύζειν
κιλλίβας
Κιλλικύριοι
κίλλιξ
κιλλοβόροι
κίλλος
κιλλός
κίλλουρος
κιμαί
κιμβάζει
κιμβεία
κιμβεύει
κίμβιξ
κίμερος
κιμμερικόν
Κιμμέριοι
κίμπτω
Κίμωλος
Κιμώνιος
View word page
κιμαί
κιμαί·
χυμὸς πύρινος
, and
κιμαός·
χυλὸς μορέας
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κιμαί
Headword (normalized):
κιμαί
Headword (normalized/stripped):
κιμαι
IDX:
57402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57403
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κιμαί·</span> <span class="foreign greek">χυμὸς πύρινος</span>, and <span class="orth greek">κιμαός·</span> <span class="foreign greek">χυλὸς μορέας</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}