Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κιλάριος
Κιλικιαρχία
Κιλικίζω
Κιλίκιον
Κιλικισμός
Κίλιξ
Κιλικία
Κίλισσα
κίλλαι
κιλλακτήρ
κιλλαμαρύζειν
κιλλίβας
Κιλλικύριοι
κίλλιξ
κιλλοβόροι
κίλλος
κιλλός
κίλλουρος
κιμαί
κιμβάζει
κιμβεία
View word page
κιλλαμαρύζειν
κιλλαμαρύζειν·
κατιλλώπτειν
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κιλλαμαρύζειν
Headword (normalized):
κιλλαμαρύζειν
Headword (normalized/stripped):
κιλλαμαρυζειν
IDX:
57394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57395
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κιλλαμαρύζειν·</span> <span class="foreign greek">κατιλλώπτειν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}