Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κικύω
κίκω
κιλάριος
Κιλικιαρχία
Κιλικίζω
Κιλίκιον
Κιλικισμός
Κίλιξ
Κιλικία
Κίλισσα
κίλλαι
κιλλακτήρ
κιλλαμαρύζειν
κιλλίβας
Κιλλικύριοι
κίλλιξ
κιλλοβόροι
κίλλος
κιλλός
κίλλουρος
κιμαί
View word page
κίλλαι
κίλλαι· ἀστράγαλοι, ἢ ὄνοι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κίλλαι
Headword (normalized):
κίλλαι
Headword (normalized/stripped):
κιλλαι
IDX:
57392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57393
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κίλλαι·</span> <span class="foreign greek">ἀστράγαλοι, ἢ ὄνοι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}