Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κιθαρῳδικός
κιθαρῳδός
κίθρα
κιθών
κιθώνη
κικαῖος
κίκαμα
κίκελος
κίκι
κικίβαλος
κικίδιον
κίκιννος
κίκινος
κίκιον
κικιουργός
κικιοφόρος
κίκιρρος
κικκαβαῦ
κίκκαβος
κίκκασος
κικλήσκω
View word page
κικίδιον
κικίδιον,
A). v. κηκίδιον . κίκιμον· τῆς κορώνης τὸ κόπριον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κικίδιον
Headword (normalized):
κικίδιον
Headword (normalized/stripped):
κικιδιον
IDX:
57366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57367
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κικίδιον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κηκίδιον</span> . <span class="orth greek">κίκιμον·</span> <span class="foreign greek">τῆς κορώνης τὸ κόπριον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}