κίδναμαι, Pass. of
κίδνημι (only found in the compd.
ἐπικ-), poet. for
σκεδάννυμαι, used only in pres. and impf.,
A). to be spread abroad or
over, of the dawning day,
ὑπεὶρ ἅλα κίδναται ἠώς Il. 23.227 , cf.
8.1 ;
ὀδμὰ κατὰ χῶρον κ. Pi. Fr. 129.6 ;
κιδναμέναν μελιαδέα γᾶρυν prob. in
Simon. 41 : once in Trag.,
ὕπνος ἐπ’ ὄσσοις κ. E. Hec. 916 (lyr., v.l. for
σκίδ- )
; κολοιῶν κρωγμὸς .. κιδνάμενος AP 7.713 (Antip.).