Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κιβικία
κίβισις
κιβλεῦραι
κιβώριον
κιβωτάριον
κιβωτίδιον
κιβώτιον
κιβωτοειδής
κιβωτοποιός
κιβωτός
κίγκαλος
κίγκασος
κιγκλίζω
κιγκλίς
κίγκλισις
κιγκλισμός
κιγκλοβάτης
κίγκλος
κιγκράμας
κίγκρημι
κιγχάνω
View word page
κίγκαλος
κίγκαλος,
A). v. κίγκλος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κίγκαλος
Headword (normalized):
κίγκαλος
Headword (normalized/stripped):
κιγκαλος
IDX:
57318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57319
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κίγκαλος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κίγκλος</span> .</div> </div><br><br>'}