Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κηρών
κήρωσις
κηρωτάριον
κηρωτή
κηρωτοειδής
κηρωτομάλαγμα
κησσόν
κητεία
κήτειος
κήτημα
κητήνη
κήτιον
κητόδορπος
κητοθηρεῖον
κητόομαι
κῆτος
κητοτρόφος
κητοφάγος
κητοφόνος
κητώδης
κητώεις
View word page
κητήνη
κητ-ήνη· πλοῖον μέγα ὡς κῆτος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κητήνη
Headword (normalized):
κητήνη
Headword (normalized/stripped):
κητηνη
IDX:
57275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57276
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κητ-ήνη·</span> <span class="foreign greek">πλοῖον μέγα ὡς κῆτος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}