Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κηρύσσω
κηρώδης
κήρωμα
κηρωματικός
κηρωματιστής
κηρών
κήρωσις
κηρωτάριον
κηρωτή
κηρωτοειδής
κηρωτομάλαγμα
κησσόν
κητεία
κήτειος
κήτημα
κητήνη
κήτιον
κητόδορπος
κητοθηρεῖον
κητόομαι
κῆτος
View word page
κηρωτομάλαγμα
κηρωτο-μάλαγμα
[
μᾰ],
,
A).
wax plaster
,
Id.
13.1006
.
ShortDef
wax plaster
Debugging
Headword:
κηρωτομάλαγμα
Headword (normalized):
κηρωτομάλαγμα
Headword (normalized/stripped):
κηρωτομαλαγμα
IDX:
57270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57271
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κηρωτο-μάλαγμα</span> [<span class="foreign greek">μᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wax plaster</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 13.1006 </span>.</div> </div><br><br>'}