Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κηρύκευμα
κηρύκευσις
κηρυκεύω
κηρυκηΐη
κηρυκίδαι
κηρυκικός
κηρύκινος
κηρυκιοειδής
κηρύκιον
κηρυκιοφόρος
κηρυκτικός
κηρυκτός
κηρυκώδης
κηρύλος
κήρυνος
κῆρυξ
κήρυξις
κηρύσσω
κηρώδης
κήρωμα
κηρωματικός
View word page
κηρυκτικός
κηρυκ-τικός, , όν,
A). = κηρυκικός , Gal. 1.227 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κηρυκτικός
Headword (normalized):
κηρυκτικός
Headword (normalized/stripped):
κηρυκτικος
IDX:
57253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57254
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κηρυκ-τικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κηρυκικός</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 1.227 </span>.</div> </div><br><br>'}