Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κήρτεα
κήρυγμα
κηρυγμός
κηρύκαινα
κηρυκεία
κηρύκειον
κηρύκειος
κηρύκευμα
κηρύκευσις
κηρυκεύω
κηρυκηΐη
κηρυκίδαι
κηρυκικός
κηρύκινος
κηρυκιοειδής
κηρύκιον
κηρυκιοφόρος
κηρυκτικός
κηρυκτός
κηρυκώδης
κηρύλος
View word page
κηρυκηΐη
κηρυκ-ηΐη, κηρυκ-ήϊον, Ion. for κηρυκεία, -ειον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κηρυκηΐη
Headword (normalized):
κηρυκηΐη
Headword (normalized/stripped):
κηρυκηιη
IDX:
57246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57247
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κηρυκ-ηΐη</span>, <span class="orth greek">κηρυκ-ήϊον</span>, Ion. for <span class="foreign greek">κηρυκεία, -ειον</span>.</div><br><br>'}