Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κηρούει
κηρουλκός
κηρόφιν
κηροφορέω
κηροφόρον
κηροχίτων
κηρόχρως
κηροχυτέω
κηρόχυτος
κηρόω
κήρτεα
κήρυγμα
κηρυγμός
κηρύκαινα
κηρυκεία
κηρύκειον
κηρύκειος
κηρύκευμα
κηρύκευσις
κηρυκεύω
κηρυκηΐη
View word page
κήρτεα
κήρτεα· τὰ κέρδη, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κήρτεα
Headword (normalized):
κήρτεα
Headword (normalized/stripped):
κηρτεα
IDX:
57236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57237
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κήρτεα·</span> <span class="foreign greek">τὰ κέρδη</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}