Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κηροπώλης
κηρός
κηροσσαίων
κηροτακίς
κηροτέχνης
κηροτρόφος
κηρότροφος
κηρούει
κηρουλκός
κηρόφιν
κηροφορέω
κηροφόρον
κηροχίτων
κηρόχρως
κηροχυτέω
κηρόχυτος
κηρόω
κήρτεα
κήρυγμα
κηρυγμός
κηρύκαινα
View word page
κηροφορέω
κηρο-φορέω,
A). produce wax, Suid.


ShortDef

produce wax

Debugging

Headword:
κηροφορέω
Headword (normalized):
κηροφορέω
Headword (normalized/stripped):
κηροφορεω
IDX:
57229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57230
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κηρο-φορέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">produce wax</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}