Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κηροπλαστικός
κηρόπλαστος
κηροποιός
κηροπώλης
κηρός
κηροσσαίων
κηροτακίς
κηροτέχνης
κηροτρόφος
κηρότροφος
κηρούει
κηρουλκός
κηρόφιν
κηροφορέω
κηροφόρον
κηροχίτων
κηρόχρως
κηροχυτέω
κηρόχυτος
κηρόω
κήρτεα
View word page
κηρούει
κηρούει· ἐκεῖ (Cret.), Hsch. (nisi leg. κηνούει).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κηρούει
Headword (normalized):
κηρούει
Headword (normalized/stripped):
κηρουει
IDX:
57226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57227
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κηρούει·</span> <span class="foreign greek">ἐκεῖ</span> (Cret.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (nisi leg. <span class="foreign greek">κηνούει</span>).</div><br><br>'}