Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κηρόμελι
κηρόν
κηροπαγής
κηροπάζουσα
κηρόπισσος
κηροπλαστέω
κηροπλάστης
κηροπλαστικός
κηρόπλαστος
κηροποιός
κηροπώλης
κηρός
κηροσσαίων
κηροτακίς
κηροτέχνης
κηροτρόφος
κηρότροφος
κηρούει
κηρουλκός
κηρόφιν
κηροφορέω
View word page
κηροπώλης
κηρο-πώλης, ου, ,
A). wax-chandler, Gloss.


ShortDef

wax-chandler

Debugging

Headword:
κηροπώλης
Headword (normalized):
κηροπώλης
Headword (normalized/stripped):
κηροπωλης
IDX:
57219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57220
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κηρο-πώλης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wax-chandler,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}