Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κηρόδετος
κηροδομέω
κηροειδής
κηρόθεν
κηρόθῐ
κηρόκλυστος
κηρομάρμαρος
κηρόμελι
κηρόν
κηροπαγής
κηροπάζουσα
κηρόπισσος
κηροπλαστέω
κηροπλάστης
κηροπλαστικός
κηρόπλαστος
κηροποιός
κηροπώλης
κηρός
κηροσσαίων
κηροτακίς
View word page
κηροπάζουσα
κηροπάζουσα· βαστάζουσα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κηροπάζουσα
Headword (normalized):
κηροπάζουσα
Headword (normalized/stripped):
κηροπαζουσα
IDX:
57212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57213
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κηροπάζουσα·</span> <span class="foreign greek">βαστάζουσα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}