Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κηρίων
κηρογονία
κηρογραφέω
κηρογραφία
κηροδέτης
κηρόδετος
κηροδομέω
κηροειδής
κηρόθεν
κηρόθῐ
κηρόκλυστος
κηρομάρμαρος
κηρόμελι
κηρόν
κηροπαγής
κηροπάζουσα
κηρόπισσος
κηροπλαστέω
κηροπλάστης
κηροπλαστικός
κηρόπλαστος
View word page
κηρόκλυστος
κηρό-κλυστος, ον,
A). coated with wax, PSI 6.594.20 (iii B.C.).


ShortDef

coated with wax

Debugging

Headword:
κηρόκλυστος
Headword (normalized):
κηρόκλυστος
Headword (normalized/stripped):
κηροκλυστος
IDX:
57207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57208
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κηρό-κλυστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">coated with wax</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PSI</span> 6.594.20 </span> (iii B.C.).</div> </div><br><br>'}