Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγκιστροφάγος
ἀγκιστρώδης
ἀγκιστρωτός
ἀγκλάριον
ἀγκλίνω
ἀγκλόν
ἄγκοινα
ἀγκοινίζω
ἀγκομιδά
ἀγκονίω
ἀγκοπτήρ
ἄγκος
ἀγκοτύλη
ἀγκτήρ
ἀγκυλένδετος
ἀγκυλέομαι
ἀγκύλη
ἀγκυλητός
ἀγκυλιδωτός
ἀγκυλίζομαι
ἀγκύλιον
View word page
ἀγκοπτήρ
ἀγκοπτήρ· σΦν=ρα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγκοπτήρ
Headword (normalized):
ἀγκοπτήρ
Headword (normalized/stripped):
αγκοπτηρ
IDX:
571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-572
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγκοπτήρ·</span> <span class="foreign greek">σΦν=ρα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}