Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κηριοελκός
κηριοκλέπτης
κηριολάριον
κηρίολος
κηρίον
κηριόομαι
κηριοποιός
κηρίς
κηρῖτις
κηριτρεφής
κηρίφατοι
κηριώδης
κηρίωμα
κηρίων
κηρογονία
κηρογραφέω
κηρογραφία
κηροδέτης
κηρόδετος
κηροδομέω
κηροειδής
View word page
κηρίφατοι
κηρί-φᾰτοι, οἱ , (θείνὠ
A). = ὅσοι νόσῳ τεθνήκασιν , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κηρίφατοι
Headword (normalized):
κηρίφατοι
Headword (normalized/stripped):
κηριφατοι
IDX:
57194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57195
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κηρί-φᾰτοι</span>, <span class="gen greek">οἱ</span> <span class="foreign greek">, (θείνὠ</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὅσοι νόσῳ τεθνήκασιν</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}