Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κηραίνω1
κηραίνω2
κηραμύντης
κηράνθεμος
κηραφίς
κηραχάτης
κηρέλαιον
κηρεμβροχή
κηρέσιος
κηρεσσιφόρητος
κηρία
κηριάζω
κηριάπτης
κηρίδιον
κηρίζω
κηρίνη
κήρινθος
κήρινος
κηριοελκός
κηριοκλέπτης
κηριολάριον
View word page
κηρία
κηρία, ,
A). v. κειρία .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κηρία
Headword (normalized):
κηρία
Headword (normalized/stripped):
κηρια
IDX:
57176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57177
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κηρία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κειρία</span> .</div> </div><br><br>'}