Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κηποποιΐα
κῆπος
κηποτάφιον
κηποτύραννος
κηπουργία
κηπουργικός
κηπουρέω
κηπουριακός
κηπουρικός
κηπουρός
κηπρίαρτος
Κήρ
κῆρ
κήρα
κηραίνω1
κηραίνω2
κηραμύντης
κηράνθεμος
κηραφίς
κηραχάτης
κηρέλαιον
View word page
κηπρίαρτος
κηπρίαρτος,
A). v. κοπριαίρετος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κηπρίαρτος
Headword (normalized):
κηπρίαρτος
Headword (normalized/stripped):
κηπριαρτος
IDX:
57162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57163
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κηπρίαρτος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κοπριαίρετος</span> .</div> </div><br><br>'}