Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κηλωστά
κήμιψ
κημός
κῆμος
κημόω
κήμωσις
κήνεον
κῆνος
κηνσίτωρ
κῆνσος
κήνυγμα
κήξ
κήομεν
κηπάδιον
κηπαῖος
κηπεία
κήπειος
κήπευμα
κηπεύς
κηπεύσιμος
κηπευτής
View word page
κήνυγμα
κήνυγμα
, written for
κίνυγμα
(q.v.),
Hsch.
κηνύει·
καλεῖ
, Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κήνυγμα
Headword (normalized):
κήνυγμα
Headword (normalized/stripped):
κηνυγμα
IDX:
57130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57131
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κήνυγμα</span>, written for <span class="foreign greek">κίνυγμα</span> (q.v.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">κηνύει·</span> <span class="foreign greek">καλεῖ</span>, Id.</div><br><br>'}