Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κηλιδωτός
κηλικτάς
κηλίς
κῆλον1
κηλόν2
κηλοτομία
κηλοτομικός
κηλότομος
κηλόω1
κηλόω2
κήλυγμα
κήλων
κηλώνειον
κηλωνεύω
κηλωστά
κήμιψ
κημός
κῆμος
κημόω
κήμωσις
κήνεον
View word page
κήλυγμα
κήλυγμα,
A). = κίνυγμα , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κήλυγμα
Headword (normalized):
κήλυγμα
Headword (normalized/stripped):
κηλυγμα
IDX:
57116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57117
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κήλυγμα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κίνυγμα</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}