Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κηλητήριος
κηλήτης
κηλητικός
κηλήτωρ
κηλίβανα
κηλιδόω
κηλιδωτός
κηλικτάς
κηλίς
κῆλον1
κηλόν2
κηλοτομία
κηλοτομικός
κηλότομος
κηλόω1
κηλόω2
κήλυγμα
κήλων
κηλώνειον
κηλωνεύω
κηλωστά
View word page
κηλόν2
κηλόν· ξηρόν, Hsch.; cf. κήλεος, καυαλέος.


ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
κηλόν2
Headword (normalized):
κηλόν
Headword (normalized/stripped):
κηλον2
IDX:
57110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-57111
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κηλόν·</span> <span class="foreign greek">ξηρόν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">κήλεος, καυαλέος</span>.</div><br><br>'}